-
1 γυμνασι-αρχέω
γυμνασι-αρχέω, Gymnasiarch sein, εἰς Προμήϑεια, für dieses Fest, Lys. 21, 3; vgl. Is. 7, 36; λαμπάδι, für den Fackellauf, 6, 60, wie ἐν ταῖς λαμπάσι Xen. vectig. 4, 52; τοῖς Ἀϑηναίοις Plut. Anton. 33; γεγυμνασιαρχηκότες Aesop. 9.
-
2 γυμνασιαρχεω
быть гимнасиархом(εἰς Προμήθεια Lys.; λαμπάδι Isae. и med. ἐν ταῖς λαμπάσι Xen.; τοῖς Ἀθηναίοις Plut.)
γυμνασιαρχοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, ὅ δὲ δῆμος γυμνασιαρχεῖται Xen. — гимнасиархами являются люди состоятельные, народ же присутствует на организованных ими состязаниях -
3 γυμνασιαρχέω
A to be gymnasiarch, at Athens and elsewhere, IG 3.1104, al., 5(1).481, al. ([place name] Sparta), 7.1669 ([place name] Plataea), BGU184.3 (i A. D.), etc.;εἰς Προμήθεια Lys.21.3
, Is.7.36; γ. λαμπάδι (cf. λαμπαδηφορία) Id.6.60:—[voice] Med.,γυμνασιαρχεῖσθαι ἐν ταῖς λαμπάσι X.Vect. 4.52
.II trans., provide for, supply as gymnasiarch, πάντα τὰ γυμνάσια Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.69 :—[voice] Pass., to be supplied with gymnasiarchs,γυμνασιαρχοῦσιν οἱ πλούσιοι.., ὁ δὲ δῆμος γυμνασιαρχεῖται X.Ath.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχέω
-
4 γυμνασιαρχέω
γυμνασι-αρχέω, Gymnasiarch sein, εἰς Προμήϑεια, für dieses Fest; λαμπάδι, für den Fackellauf -
5 προμηθής
A forethinking, provident,μέλλησις Th.3.82
; τὸ π., = προμήθεια, Id.4.92;εἰς τὸν ἔπειτα βίον -έστερος Pl.La. 188b
: [comp] Sup.,- έστατον σόφισμα Hdn.3.2.3
(s.v.l.); troubling oneself, caring about a thing,τοῦ θανεῖν S.El. 1078
(lyr.). Adv.- θῶς J.BJ1.27.2
;ὁ ἀριθμὸς τῶν μυῶν π. ἐξεύρηται Gal.UP5.14
, etc.: [comp] Comp.,ἐπὶ τὸ προμηθέστερον ποιεῖν τι Hp.Art.69
, cf. J.BJ1.19.2: [comp] Sup.- έστατα Ael.NA9.42
.II of things, requiring forethought, Hp.Acut.13 (dub. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμηθής
См. также в других словарях:
προμήθειος — εία, ον, και προμήθειος, ον, Α [Προμηθεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθια ονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… … Dictionary of Greek
προμηθής — και δωρ. τ. προμαθής, ές, Α 1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.) 2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτι («οὔτε τι τοῡ θανεῑν προμηθής», Σοφ.) 3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές η… … Dictionary of Greek
σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek