Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰς Προμήϑεια

См. также в других словарях:

  • προμήθειος — εία, ον, και προμήθειος, ον, Α [Προμηθεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθια ονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

  • οψώνιο — το (ΑΜ ὀψώνιον) αγορά και προμήθεια τροφίμων, ψώνιο («ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον», Θουκ.) αρχ. 1. μισθός που παρέχεται στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς προκειμένου να προμηθευθούν τα αναγκαία τρόφιμα 2. χρηματική αμοιβή φύλακα («ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • προμηθής — και δωρ. τ. προμαθής, ές, Α 1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.) 2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτι («οὔτε τι τοῡ θανεῑν προμηθής», Σοφ.) 3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές η… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»